- θελξιμελής
- θελξιμελής, -ές (Α)αυτός που θέλγει με τη μουσική.[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω*) + -μελής (< μέλος- «μελωδία»), πρβλ. εμ-μελής, παμ-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θελξιμελής — charming with music masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξιμελῶν — θελξιμελής charming with music masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek